19 Ιουλίου 2008

Ελευθερία

"[...]
' κατέβαλλα συνειδητές προσπάθειες να μην καταλαβαίνω τι έλεγαν οι συνδαιτημόνες μου στο εστιατόριο.
Έτσι οι λέξεις τους καταντούσαν απλώς συγκεχυμένος θόρυβος ή μια εντελώς άγνωστη γλώσσα.
Τα πάντα γίνονταν φευγαλέες οπτασίες, μία ψευδαίσθηση του κενού.
Οι άλλοιπερνούσαν στο δρόμο, σ'ένα είδος δρόμου, σ'ένα είδος χώρου,
για πρώτη και τελευταία φορά. Μόνο εγώ υπήρχα πραγματικά.
Τα υπόλοιπα ήταν δυσδιάκριτα, ήταν "όλα αυτά".Πού βρισκόμουν; Πού βρισκόμουν;
Α, ναι, τα πιάτα, τα μαχαιροπίρουνα, τα λεωφορεία, οι περαστικοί είναι πράγματα,
ή κάτι που δεν ξέρεις πια τι να το κάνεις, που δεν μπορείς πια να χρησιμοποιείς!
[...]
Ξαφνικά η κανονικότητα ξανάγινε κανονική' ήμουν κι εγώ εκεί, εντός της.
Τα πράγματα ξαναβρήκαν την ταυτότητά τους.
Προσπάθησα για μια ακόμη φορά να επιστρέψω στην άλλη κατάσταση, εκείνη που δεν έχει όνομα.
Προσηλώθηκα σ'έναν κόκκινο λεκέ από κρασί στο τραπεζομάντιλο.
Το ζητούμενο ήταν να κοιτάς κάτι μέχρι να ξεχάσεις τι ήταν.
Δεν έπρεπε να είναι πια λεκές από κρασί, έπρεπε να γίνει κάτι άλλο, δεν ξέρω τι,
πάνω σε αυτό το άλλο πράγμα, το τραπεζομάντιλο, που δεν ήταν πια τραπεζομάντιλο
ούτε λευκή επιφάνεια ούτε το αντικείμενο που φιλοξενούσε το λεκέ.
Μ'αυτό τον τρόπο θα μπορούσα να αποσπάσω έστω ελάχιστό απ'αυτό το χώρο και να το μεταφέρω
σε κάτι άλλο, αδιευκρίνηστο, ανάλογο μ' έναν χώρο αλλού.
Έτσι θα τοποθετούσα κι εγώ τον εαυτό μου αλλού.

Όμως δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Ίσως εξαιτίας της σερβιτόρας που όταν περνούσε από δίπλα μου φώναξε:
"Γιατί δεν τρώτε την μπριζόλα σας;"

Εντούτοις, όταν έχω βολευτεί καλά στο αλλού, παίρνω τα πάντα εκεί μαζί μου, ακόμη και τις πιο ασήμαντες φράσεις ή τις πιο μεστές νοήματος, καθώς και τις χειρονομίες των ανθρώπων, οι οποίες μετατρέπονται σε κάτι που μοιάζει χειρονομία αλλά δεν είναι[...]
"

Δεν υπάρχουν σχόλια: