5 Σεπτεμβρίου 2014

second chance.



he wanted to show that industrial technology has a beauty of its own and that he had filmed a story about human adaptability



οι μπριζολες που εψηνε ο παππους στη σομπα, οταν γυριζα απο το φροντιστηριο.

οι κονσερβες καλαμαρακια, οι κιτρινες, που ειχε στο τερμα δεξια ντουλαπι. 'η στο τερμα αριστερα.
οι κρεμες γιωτης με ζελε.

το ασπρο σεντονι.

το ρυακι που καναμε για να πηγαινει το νερο στον μπαξε. με το τρυπανι. και η μεση του πατερα μου που πιαστηκε.

το ζουνταπ με τις ψηλες αναρτησεις που ετρεχε ανετα στα χωραφια. τοτε που το εριξα στο ρυακι.

τα φουντουκια που μαζευαμε με τα χερια. οταν μαλωσαν και ο πατερας μου τραγουδουσε.

το τσαπισμα το πασχα.

το τσιγκινο κουβαδακι που περναμε γαλα απο τον πατερα της σαβατουλας. που τον σκοτωσε ο ταυρος του. η μυρωδια απο τα σκατα στον σταβλο τους.

οι κουκλες που ειχαν οι ξαδερφες μου. η γευση και η βαγγελιω.

το κλειστο μας σπιτι. με τα ντουλαπια γεματο πραγματα απο το γαμο τους. και την κασετινα - βαλιτσα με τα ασημενια (μονο στο χρωμα νομιζω) κουταλια.

τα λεφτα που εφερε ο πατερας μου κατι χριστουγενα απο τη σοφτεξ, που μαλλον ειχε παρει και δωρο, και για καποιο λογο τα ειχαμε πανς στο ντιβανι και τα κοιτουσαμε. με τη γιαγια.

το σπυρακι της γιαγιας στη μυτη. που μου ελεγαν οτι εγινε απο τοτε που της πεταξα ενα μεταλικο τασακι στο κεφαλι.

το μεταλικο τασακι του παππου. το κονιακ/φτιαχτο που επινε καθε πρωι. τα πουκαμισα του, που φορουσε πανω απο τις χοντρες φανελες του. τα γυαλια του που ειχαν σπασει και τα ειχε κολησει με ζιλοτεηπ. οταν με ρωτησε στη σταση αν εχω λεφτα για το εισιτηριο.

το πρασινο αγροτικο του πατερα μου. η φωτογραφια με το πρασινο αγροτικο διπλα στις κοκκινες παπαρουνες.

τοτε που η γ. ειχε λιποθυμησει και τον βρηκα στο καφενειο, και πηγαμε τρεχοντας σπιτι. μεσα απο το δρομακι. μπροστα απο το σπιτι του παππουλη που εμενε μονος του.

ο κυριακος ο μπακαλης που εδινε παντα καραμελες αντι για ρεστα. και η γυναικα του. οι φιλοι του κυριακου που παντα ετρωγαν ρεγγες με ουζο το μεσημερι.

ο σταυρος και ο σταβλος τους, που ειχα κρυφτει ενα βραδυ. η μαρμο που επιανε ψαρια στο ποταμι, καθοτανε οταν της το ελεγες, και κουβαλουσε πετρες με το στομα της ολη την ωρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: